Πάρνηθα

Πάρνηθα
Sp Párnita Ap Πάρνηθα/Parnitha L kk. ir nac. parkas C Graikijoje

Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πάρνηθα — η βουνό της Αττικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάρνηθα — Πάρνης masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρνηθ' — Πάρνηθα , Πάρνης masc/fem acc sg Πάρνηθι , Πάρνης masc/fem dat sg Πάρνηθε , Πάρνης masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Parnitha — Πάρνηθα Parnitha as seen from Nea Filadelfia, Athens …   Wikipedia

  • λειψύδριον — Αρχαίο οχυρό της Αττικής, στην Πάρνηθα. Το 513 π.Χ. οχυρώθηκαν εκεί οι Αλκμαιωνίδες που πολεμούσαν τους Πεισιστρατίδες. Το Λ. βρισκόταν σε ύψωμα ανάμεσα στο Μενίδι και στο Τατόι, όπου διακρίνονται ακόμα τα ίχνη της οχύρωσης. * * * λειψύδριον, τὸ… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • παρνήθιος — α, ον, Α [Πάρνης, ήθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Πάρνηθα ή προέρχεται από την Πάρνηθα («ἄνθρακες παρνήθιοι», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”